- μονοθεΐα
- η (Α μονοθεΐα)η πίστη σε έναν μόνο θεό, ο μονοθεϊσμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -θεΐα(< -θεος< θεός), πρβλ. πολυ-θεΐα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοθεϊσμός ή μονοθεΐα — Θρησκεία θεμελιωμένη στη λατρεία ενός μόνου θεού. Οι ιστορικοί μονοθεϊσμοί είναι τέσσερις: ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο ισλαμισμός και ο ζωροαστρισμός· οι τρεις πρώτοι συνδέονται: ο ίδιος μόνος θεός των Εβραίων πέρασε στις δύο άλλες θρησκείες … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοθεϊκός — ή, ό μονοθεϊστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοθεΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Σταύρο Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek
μονοθεϊσμός — ο θρησκειολ. χαρακτηρισμός τών θρησκειών οι οποίες διακηρύσσουν την απόλυτη και αποκλειστική πίστη σε έναν υπερβατικό και προσωπικό θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. monotheisme (< μονοθεΐα + ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Νικ … Dictionary of Greek
Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… … Dictionary of Greek
Διόγνητον, επιστολή προς- — Απολογητική χριστιανική πραγματεία του 2ου αι. μ.Χ. σε τύπο επιστολής. Ο συγγραφέας της παραμένει άγνωστος. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του περιεχομένου της επιστολής είναι ότι o συγγραφέας απορρίπτει την ελληνική και την ιουδαϊκή θρησκευτική… … Dictionary of Greek
πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… … Dictionary of Greek
μονοθεϊσμός — ο (φιλοσ.), η πίστη σ ένα μόνο θεό, η μονοθεΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)